τσεχοσλοβακικός

τσεχοσλοβακικός
-ή, -ό και τσεχοσλοβάκικος, -η, -ο, Ν [Τσεχοσλοβάκος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρώην Τσεχοσλοβακία ή στους Τσεχοσλοβάκους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσεχοσλοβακικός — τσεχοσλοβακικός, ή, ό και τσεχοσλοβάκικος, η, ο που έχει σχέση με την Τσεχοσλοβακία ή τους Τσεχοσλοβάκους: Τσεχοσλοβακική κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”